σιδηράμφιος

σιδηράμφιος
-ία, -ον, ΜΑ
περιβεβλημένος με σίδηρο, σιδηρόφρακτος («ἀσπίδα καὶ δόρυ ἔχοντα καὶ ὅλον σιδηραμφίον ὑπάρχοντα», Καισάρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -αμφιος (< ἀμφιέννυμι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”